Η αγγλική γλώσσα (αγγλικά: English) είναι γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας και ειδικότερα του δυτικού γερμανικού υποκλάδου του γερμανικού κλάδου. Συγκεκριμένα αποτελεί μέλος της αγγλικής υποομάδας της αγγλοφριζικής ομάδας. Η αγγλική γλώσσα έλκει την καταγωγή της από την Αγγλία και είναι η μητρική γλώσσα της πλειονότητας των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής. Χρησιμοποιείται, επίσης, ως δεύτερη ή επίσημη γλώσσα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως σε όσες αποτελούν μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, καθώς και σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς.
Η σύγχρονη αγγλική γλώσσα, η οποία μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη παγκόσμια lingua franca, κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, και των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου. Αποτελεί μία από τις συνολικά έξι επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μία από τις 23 επίσημες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου κατέχει τη δεύτερη θέση ως μητρική γλώσσα και την πρώτη ως ξένη γλώσσα με ποσοστό 51%, τη μοναδική επίσημη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, ενώ χρησιμοποιείται και σε πολλούς ακόμη διεθνείς οργανισμούς.
Η γνώση της αγγλικής έχει καταστεί απαραίτητη σε ένα ευρύ εργασιακό φάσμα, ενώ σε πολλές χώρες, στις οποίες δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη ως προσόν για την εξεύρεση εργασίας, με αποτέλεσμα πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλον τον κόσμο να την μιλούν, τουλάχιστον στο βασικό της επίπεδο. Στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης τα Αγγλικά διδάσκονται από την τρίτη τάξη του Δημοτικού μέχρι την τρίτη τάξη του Λυκείου ως πρώτη ξένη γλώσσα.